- μικροτέχνημα
- το, -ατοςκάθε έργο τέχνης με μικρές διαστάσεις, η μινιατούρα: Στην έκθεση ξεχώριζαν τα μικροτεχνήματα του 19ου αιώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροτέχνημα — το μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) + τέχνημα (< τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροτεχνικός — ή, ό [μικροτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροτεχνία ή στο μικροτέχνημα 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροτεχνική η τέχνη κατασκευής μικροτεχνημάτων, η μικροτεχνία … Dictionary of Greek
μπιμπελό — και μπιμπλό, το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, μικροτέχνημα, κομψοτέχνημα, που τοποθετείται συνήθως σε εταζέρα ή σε άλλο έπιπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ηχομιμητική λ. bibelot] … Dictionary of Greek
νικίδιον — νικίδιον, τὸ (Α) [νίκη] μικρό άγαλμα ή μικροτέχνημα τής θεάς Νίκης … Dictionary of Greek
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek